αμπώθω

αμπώθω
αμπώθω και αμπώχνω και αμπώνω αόρ. άμπωσα και άμπωξα, απωθώ, σπρώχνω κάποιον: Αμπώχνοντας αμπώχνοντας ο σκαντζόχοιρος έδιωξε το λαγό από τη φωλιά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… …   Dictionary of Greek

  • άμπωσμα — το [αμπώθω] 1. ώθηση, απώθηση 2. καθέλκυση πλοίου 3. προτροπή, παρόρμηση …   Dictionary of Greek

  • αμπωσιά — η (Μ ἀμπωσιά) ώθηση, σπρώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀμπωσ , ἄμπωσα, αόρ. τού ρ. ἀμπώθω] …   Dictionary of Greek

  • αμπώνω — βλ. αμπώθω …   Dictionary of Greek

  • αμπώχνω — βλ. αμπώθω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”